Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

contrôlabilité < contrôlable + -ité

  Ουσιαστικό επεξεργασία

contrôlabilité (fr) θηλυκό

  • η δυνατότητα να ασκηθεί έλεγχος σε κάτι