cenzura
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcenzura (pl) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- autocenzura
- cenzor
- cenzorka
- cenzurka
- cenzurować / ocenzurować
- cenzurowy
- cenzus
- niecenzuralnie
- niecenzuralny
- ocenzurowany
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcenzura (cs) θηλυκό