• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

cenzura

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : cenzúra

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Πολυλεκτικοί όροι
  • 2 Τσεχικά (cs)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ουσιαστικό

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cenzura < λατινική censere

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cenzura (pl) θηλυκό

  • η λογοκρισία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • autocenzura
  • cenzor
  • cenzorka
  • cenzurka
  • cenzurować / ocenzurować
  • cenzurowy
  • cenzus
  • niecenzuralnie
  • niecenzuralny
  • ocenzurowany

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • cenzura kościelna
  • cenzura prewencyjna
  • cenzura represyjna
  • cenzura wewnętrzna



Τσεχικά (cs)

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cenzura < λατινική censere

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cenzura (cs) θηλυκό

  • η λογοκρισία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=cenzura&oldid=5584044"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Αυγούστου 2022, στις 16:38

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Kurdî
    • Кыргызча
    • Malagasy
    • Occitan
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Slovenčina
    • Slovenščina
    • Svenska
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Αυγούστου 2022, στις 16:38.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας