Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

  • εκδιωγμένος-απόβλητος απ' την φυλή του συνήθως λόγω κακής συμπεριφοράς, πολιτικής διαμάχης ή σπανιότερα για μεταφυσικό λόγο

  Ρήμα επεξεργασία

διώχνω-αποβάλλω απ' την φυλή