cartographe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cartographe < cartographie
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaʁ.tɔ.ɡʁaf/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcartographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- cartographe στη γαλλική Βικιπαίδεια
cartographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό