carrousel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- carrousel < ιταλική carosello < λατινικά carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o- < *k̑ers- (τρέχω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcarrousel (fr) αρσενικό
carrousel (fr) αρσενικό