Ετυμολογία

επεξεργασία
cırcır böceği < cırcır (ηχομιμητική λέξη) & böcek (έντομο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d͡ʒɯɾˈd͡ʒɯɾ bɶd͡ʒɛːˈi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cırcır böceği (tr)