Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbɨlɛ/
 

byle (pl) θηλυκό

  1. να 'ναι (μόριο που προηγείται ουσιαστικού ή αντωνυμίας και δηλώνει πως είναι αδιάφορο το τι είναι το ουσιαστικό ή η αντωνυμία)
    byle kto / byle z kim - όποιος να 'ναι / με όποιον να 'ναι