bungle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bungle < παλαιά νορβηγική bungle
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbungle (en)
- η ατσαλιά, η τσαπατσουλιά, η κακοτεχνία, η προχειρότητα
Ρήμα
επεξεργασίαbungle (en)
bungle (en)
bungle (en)