Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
buck
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρσενικό ελάφι,έλαφος
αρσενικό τρωκτικό
buck (sth)
(
μεταφορικά
) αντιδρώ, αντιστέκομαι
Συνώνυμα
επεξεργασία
male deer