Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. αρσενικό ελάφι,έλαφος
  2. αρσενικό τρωκτικό
  3. buck (sth) (μεταφορικά) αντιδρώ, αντιστέκομαι

Συνώνυμα επεξεργασία

  • male deer