μπισκότα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
biscotto < μεσαιωνική λατινική biscoctus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

biscotto (it)

  1. (γαστρονομία) μπισκότο
  2. (κεραμική) οποιοδήποτε προϊόν ψήνεται και από τις δύο πλευρές

Συνώνυμα

επεξεργασία