Ετυμολογία

επεξεργασία
bipartisan < bi- + partisan

  Επίθετο

επεξεργασία

bipartisan (en)

  • δικομματικός
    ⮡  Control of the radio and television media must be passed to a bipartisan body.
    Ο έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης πρέπει να περάσει σε διακομματικό φορέα.