bawełna
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαbawełna < τσεχική bawlna (με επίδραση της πολωνικής wełna) < γερμανική Baumwolle
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbawełna (pl) θηλυκό
- το βαμβάκι
bawełna < τσεχική bawlna (με επίδραση της πολωνικής wełna) < γερμανική Baumwolle
bawełna (pl) θηλυκό