Ετυμολογία

επεξεργασία
böcekkapan < böcek + kapan (< kapmak)[1] (κυριολεκτικά: "αυτός που αρπάζει τα έντομα")

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɶˈd͡ʒɛckɑˈpɑn/
τυπογραφικός συλλαβισμός: bö‐cek‐ka‐pan

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

böcekkapan (tr)

  • (φυτό) η διωναία, σαρκοφάγο φυτό το οποίο αιχμαλωτίζει και τρέφεται με μικρά ζώα.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. böcekkapan - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν