Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

avoir à l'œil → δείτε τις λέξεις avoir και œil

  Ρηματική έκφραση επεξεργασία

avoir à l'œil (fr)

ne t'inquiète pas, je l'ai à l'œil - μην ανησυχείς, τον βλέπω