Ετυμολογία

επεξεργασία
aveo < λείπει η ετυμολογία

Aveo>avaritia>χαίρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.we.oː/

aveo (la)

(Ελλειπτικό)

Ενεργητική Φωνή

Ενεστώτας: aveo, aves, avet, avemus, avetis, avent

Προστακτική: -, ave, aveto, -, avete, -.

Απαρέμφατο: avere


Μέλλοντας: avebo, avebis, avebit, avebimus, avebitis, avebunt

Προστακτική: -, ave, aveto, -, avete, -.