ausbreiten
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαausbreiten (de)
- απλώνω, ξεδιπλώνω
- wir könnten unsere Schlafsäcke hier ausbreiten
- θα μπορούσαμε να ξεδιπλώσουμε τους υπνόσακούς μας εδώ
- wir könnten unsere Schlafsäcke hier ausbreiten