Προφορά

επεξεργασία
 
 

ausbreiten (de)

  1. απλώνω, ξεδιπλώνω
    wir könnten unsere Schlafsäcke hier ausbreiten
    θα μπορούσαμε να ξεδιπλώσουμε τους υπνόσακούς μας εδώ