Ετυμολογία

επεξεργασία
au détail < détail

  Επίρρημα

επεξεργασία

au détail (fr)

  1. λιανικά
  2. ένα ένα

  Επίθετο

επεξεργασία

au détail (fr)

  1. λέγεται για κάτι που γίνεται ένα ένα ή σε μικρές ποσότητες