au détail
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- au détail < détail
Επίρρημα
επεξεργασίαau détail (fr)
- λιανικά
- ένα ένα
Επίθετο
επεξεργασίαau détail (fr)
- λέγεται για κάτι που γίνεται ένα ένα ή σε μικρές ποσότητες
au détail (fr)
au détail (fr)