Δείτε επίσης: attendee

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

attender (en)

  1. παρευρισκόμενος ο οποίος προσέχει σε διάλεξη ή διάλογο
  2. άτομο που περιμένει κάποιον