atlarim
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαatlarim (tr) «τα άλογά μου» (συγκολλητική γώσσα) που ανήκει στις ουραλο-αλταϊκές
πληθυντικός του at + lar (μόρφημα πληθυντικού) + -im κτητ. επίθ. (μου)
atlarim (tr) «τα άλογά μου» (συγκολλητική γώσσα) που ανήκει στις ουραλο-αλταϊκές
πληθυντικός του at + lar (μόρφημα πληθυντικού) + -im κτητ. επίθ. (μου)