astma
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- astma < αρχαία ελληνική ἄσθμα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
astma (pl) θηλυκό
- το άσθμα
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
astma (sr)
- λατινική γραφή του астма
astma (pl) θηλυκό
astma (sr)