Ετυμολογία

επεξεργασία
argumenti < argument- + -i
ρήμα argumenti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας argumentas argumentanta argumentata
αόριστος argumentis argumentinta argumentita
μέλλοντας argumentos argumentonta argumentota
υποθετική argumentus - -
προστακτική argumentu - -

argumenti (eo)

li argumentas ke... - επιχειρηματολογεί


  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

argumenti (io)