Ετυμολογία

επεξεργασία
aresti < arest- + -i
ρήμα aresti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας arestas arestanta arestata
αόριστος arestis arestinta arestita
μέλλοντας arestos arestonta arestota
υποθετική arestus - -
προστακτική arestu - -

aresti (eo)