Ετυμολογία

επεξεργασία
architecturer < architecte

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aʁ.ʃi.tɛk.ty.ʁe/

architecturer (fr)

  • κατασκευάζω με ακρίβεια, σαν να επρόκειτο για ένα κτήριο

Συγγενικά

επεξεργασία