aorta
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaorta (en)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aorta < αρχαία ελληνική ἀορτή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaorta (it) θηλυκό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaorta (pl) θηλυκό
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaorta (cs) θηλυκό