Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

antaŭvidite < antaŭ + vidite

  Επίρρημα επεξεργασία

antaŭvidite (eo)

kiel antaŭvidite..., όπως το είχαμε προβλέψει...