Ετυμολογία

επεξεργασία
anonymously < anonymous + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

anonymously (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανώνυμα
    ⮡  He referred to the public figures anonymously, without naming them.
    Aναφέρθηκε ανώνυμα σε πρόσωπα της δημόσιας ζωής, χωρίς να τα κατονομάσει.
    ⮡  Someone called me anonymously, without telling me their name.
    Kάποιος μου τηλεφώνησε ανώνυμα, χωρίς να μου πει το όνομά του.