Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

amuziĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα amuziĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amuziĝas amuziĝanta amuziĝata
αόριστος amuziĝis amuziĝinta amuziĝita
μέλλοντας amuziĝos amuziĝonta amuziĝota
υποθετική amuziĝus - -
προστακτική amuziĝu - -

amuziĝi (eo)