Ετυμολογία

επεξεργασία
amoniak- < γαλλική, αγγλική ammoniac, γερμανική Ammoniak, πολωνική amoniak

amoniak- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αμμωνία

Παράγωγα

επεξεργασία