Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

amikiĝi < amik- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα amikiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amikiĝas amikiĝanta amikiĝata
αόριστος amikiĝis amikiĝinta amikiĝita
μέλλοντας amikiĝos amikiĝonta amikiĝota
υποθετική amikiĝus - -
προστακτική amikiĝu - -

amikiĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία