ρήμα amasigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amasigas amasiganta amasigata
αόριστος amasigis amasiginta amasigita
μέλλοντας amasigos amasigonta amasigota
υποθετική amasigus - -
προστακτική amasigu - -

amasigi (eo)