Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

alunno < λατινική alumnum < alere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

alunno (it) αρσενικό

  1. ο μαθητής
  2. παιδί που μεγαλώνει με θετούς γονείς