alpinista
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαalpinista (pl) αρσενικό ή θηλυκό
- ο αλπινιστής ή η αλπινίστρια
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαalpinista (pl) αρσενικό ή θηλυκό
- ο αλπινιστής ή η αλπινίστρια
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌalpʲĩˈɲista/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαalpinista (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη alpinizm
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαalpinista (cs) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη alpinismus