ρήμα alŝutrigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας alŝutrigas alŝutriganta alŝutrigata
αόριστος alŝutrigis alŝutriginta alŝutrigita
μέλλοντας alŝutrigos alŝutrigonta alŝutrigota
υποθετική alŝutrigus - -
προστακτική alŝutrigu - -

alŝutrigi (eo)