Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενικός αριθμός: airlock (en)
πληθυντικός αριθμός: airlocks (en)

  1. θάλαμος συμπίεσης/αποσυμπίεσης, θάλαμος προσαρμογής πίεσης
    • (πχ καταδύσεων, διαφορετικής πίεσης διαστημικών οχημάτων κτλ.)
  2. το αεροέμβολο· θρομβωτική φυσαλίδα σε αγωγό/σωλήνα κτλ.· η θρομβοφυσαλίδα