airlock
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός αριθμός: airlock (en)
πληθυντικός αριθμός: airlocks (en)
- θάλαμος συμπίεσης/αποσυμπίεσης, θάλαμος προσαρμογής πίεσης
- (πχ καταδύσεων, διαφορετικής πίεσης διαστημικών οχημάτων κτλ.)
- το αεροέμβολο· θρομβωτική φυσαλίδα σε αγωγό/σωλήνα κτλ.· η θρομβοφυσαλίδα