administrivia
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαadministrivium (en) ενικός (για έναν απ' τους κανόνες)
administrivia (en) πληθυντικός
- κανόνες, όροι, πρόγραμμα και διαχειριστικοί φορμαλισμοί ορισμένοι από την διεύθυνση ή κάποιον υπεύθυνο