Ετυμολογία

επεξεργασία
adespoto < αρχαία ελληνική ἀδέσποτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

adespoto (it)