Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

adaptiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα adaptiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας adaptiĝas adaptiĝanta adaptiĝata
αόριστος adaptiĝis adaptiĝinta adaptiĝita
μέλλοντας adaptiĝos adaptiĝonta adaptiĝota
υποθετική adaptiĝus - -
προστακτική adaptiĝu - -

adaptiĝi (eo)