aceitável
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aceitável < απο το λατινικό acceptabĭlis
Επίθετο
επεξεργασίαaceitável (pt) (πληθ. aceitáveis)
- αποδεκτός, κανονικός, που πληροί τις προϋποθέσεις
- οριακά αποδεκτός
aceitável (pt) (πληθ. aceitáveis)