Ετυμολογία

επεξεργασία
abseil < γερμανική abseilen < ab- + Seil

abseil (en)

  • κατεβαίνω (π.χ. μια πλαγιά) χρησιμοποιώντας ένα σκοινί δεμένο στο σώμα μου