Ετυμολογία

επεξεργασία
abomeni < abomen- + -i
ρήμα abomeni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abomenas abomenanta abomenata
αόριστος abomenis abomeninta abomenita
μέλλοντας abomenos abomenonta abomenota
υποθετική abomenus - -
προστακτική abomenu - -

abomeni (eo)