Ετυμολογία

επεξεργασία
abolicii < abolici- + -i
ρήμα abolicii
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abolicias abolicianta aboliciata
αόριστος aboliciis aboliciinta aboliciita
μέλλοντας abolicios abolicionta aboliciota
υποθετική abolicius - -
προστακτική aboliciu - -

abolicii (eo)

Συνώνυμα

επεξεργασία