Ετυμολογία

επεξεργασία
ağaç < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰃𐰍𐰲 (ïɣač)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑˈ‿ɑt͡ʃ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ağaç (tr)

  1. το δέντρο

Παράγωγα

επεξεργασία