Ετυμολογία

επεξεργασία
aĝ- < γαλλική âge

aĝ- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: ηλικία

Παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
Χρησιμοποιείται για τη δημιουργία σύνθετων λέξεων: tridekaĝa, mezaĝa