Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Wichtigtuer < wichtig + tun

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Wichtigtuer (de) αρσενικό (θηλυκό Wichtigtuerin)

  • αυτός που παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, που θεωρεί τον εαυτό του πολύ σημαντικό