Ετυμολογία

επεξεργασία
Wichtigtuer < wichtig + tun

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Wichtigtuer (de) αρσενικό (θηλυκό Wichtigtuerin)

  • αυτός που παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, που θεωρεί τον εαυτό του πολύ σημαντικό