Urlaub
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαUrlaub (de) ουδέτερο
- οι διακοπές
Εκφράσεις
επεξεργασία- in Urlaub fahren - πηγαίνω διακοπές
- Urlaub machen - κάνω διακοπές
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Urlaub < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαUrlaub αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβανίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [1]
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Urlaub < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαUrlaub αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]