Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

Stunde (de) θηλυκό

sie hat zehn Stunden geschlafen - κοιμήθηκε δέκα ώρες

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία