Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Stunde
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
Γερμανικά
(de)
Επεξεργασία
Προφορά
Επεξεργασία
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
Stunde
(de)
θηλυκό
η
ώρα
(η
διάρκεια
)
sie hat zehn
Stunden
geschlafen - κοιμήθηκε δέκα
ώρες
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
Uhr