Stinkjude
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαStinkjude (de) αρσενικό
- (μειωτικό) Βρωμοεβραίος (γραφή και: βρωμοεβραίος), → δείτε τη λέξη Εβραίος
- ※ Δεν κατάλαβα τη φράση [στα γερμανικά] αλλά άκουσα καθαρά τη λέξη «Stinkjude» και μου σφίχτηκε η ψυχή
- Πρίμο Λέβι, Αν αυτό είναι ο άνθρωπος. Mετάφραση από τα ιταλικά: Χαρά Σαρλικιώτη. β' ανατύπωση: Αθήνα: Άγρα, 2009, ISBN 960-325-225-5, σσ. 172-173.
- ※ Δεν κατάλαβα τη φράση [στα γερμανικά] αλλά άκουσα καθαρά τη λέξη «Stinkjude» και μου σφίχτηκε η ψυχή