Stör
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαStör (de) αρσενικό
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Stör < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαStör αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]