Ετυμολογία

επεξεργασία
Rennfahrer < → δείτε τις λέξεις rennen και Fahrer

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Rennfahrer (de) αρσενικό (θηλυκό: Rennfahrerin)