Palme
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Palme (de) θηλυκό
- (δέντρο) το φοινικόδεντρο
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Palme < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Palme αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Palme < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Palme αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]